βελάνι
Смотреть что такое "βελάνι" в других словарях:
βελάνι — βελάνι, το και βελανίδι, το βλ. βαλανίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλάνι — βαλάνι, το και βελάνι, το ο καρπός της βαλανιδιάς, το βαλανίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρχάλα — η το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)