βελάνι

βελάνι
βελάνίδι τό см. βαλανίδι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βελάνι" в других словарях:

  • βελάνι — βελάνι, το και βελανίδι, το βλ. βαλανίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλάνι — βαλάνι, το και βελάνι, το ο καρπός της βαλανιδιάς, το βαλανίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρχάλα — η το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»